ὀξύ-λαλος

ὀξύ-λαλος

ὀξύ-λαλος, schnell u. spitzig schwatzend, mit Stichelreden schnell zur Hand, Ar. Ran. 814, von Euripides gesagt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρηνολάλος — θρηνολάλος, ον (Α) αυτός που βγάζει θρηνώδη φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος + λάλος (< λάλος < λαλώ), πρβλ. οξυ λάλος, χρησμο λάλος] …   Dictionary of Greek

  • τρανόλαλος — ον, Μ (για τους αποστόλους) αυτός που μιλά με σαφήνεια, που λέει πράγματα κατανοητά από τους άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρανός + λαλος (< λάλος < λαλῶ), πρβλ. οξύ λαλος] …   Dictionary of Greek

  • μαλακόλαλος — μαλακόλαλος, ον (Μ) αυτός που έχει λεπτή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + λάλος (< λαλῶ πρβλ. οξύ λαλος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόλαλος — μεγαλόλαλος, ον (Α) αυτός που λέει πολλά ή σπουδαία πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + λάλος (< λαλῶ), πρβλ. οξύ λαλος] …   Dictionary of Greek

  • ολιγόλαλος — η, ο (Α ὀλιγόλαλος, ον) αυτός που λέει λίγα, ολιγόλογος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + λάλος (< λαλῶ), πρβλ. οξύ λαλος] …   Dictionary of Greek

  • οξυλάλος — ὀξυλάλος, ον (Α) 1. αυτός που μιλά γρήγορα, φλύαρος 2. ετοιμόλογος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + λάλος «ομιλητικός, φλύαρος» (πρβλ. ηδυ λάλος)] …   Dictionary of Greek

  • ορθρολάλος — ὀρθρολάλος, ον (Α) (για το χελιδόνι) αυτός που λαλεί πολύ πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθρος + λαλος (< λαλῶ), πρβλ. οξυ λάλος] …   Dictionary of Greek

  • πλαστολάλος — ὁ, Α αυτός που μιλά για ψεύτικα, ανύπαρκτα πράγματα, πλαστολόγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστός + λάλος (< λαλῶ), πρβλ. οξυ λάλος] …   Dictionary of Greek

  • πολύλαλος — η, ο / πολύλαλος, ον, ΝΑ πολυλογάς, φλύαρος («οὐ πολύλαλος, ἀλλά πολύνους», Πλωτίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λάλος «φλύαρος» (< λαλῶ), πρβλ. οξύ λαλος) …   Dictionary of Greek

  • ταχύλαλος — ό, ἡ, Μ ταχύλογος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + λάλος «φλύαρος» (< λαλῶ), πρβλ. ὀξύ λαλος] …   Dictionary of Greek

  • υψίλαλος — ον, Μ 1. αυτός που μιλά με κομπορρημοσύνη 2. (για λόγο) αλαζονικός («ὑψίλαλος λόγος», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψιλά» + λάλος «φλύαρος» (πρβλ. οξύ λαλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”