- ὀξύ-λαβος
ὀξύ-λαβος, ὁ, = ὀξυλάβη, Eust., der auch ὀξυλάβος = ὀξυλαβής hat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξύ-λαβος, ὁ, = ὀξυλάβη, Eust., der auch ὀξυλάβος = ὀξυλαβής hat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξυλάβος — ὀξυλάβος και ὀξύλαβος, ον (Μ) 1. οξυλαβής* 2. το ουδ. ως ουσ. τo οξύλαβον είδος πυράγρας, τσιμπίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + λάβος (< λαμβάνω). Το β συνθετικό λάβος εμφανίζεται σε ουσ. με τη σημ. «εργαλείο» (πρβλ. αστρο λάβος, λιθο λάβος). Ο τ.… … Dictionary of Greek