- ἀ-μύθητος
ἀ-μύθητος, unsäglich, viel, χρήματα Dem. 4, 34. 21, 17; πλῆϑος Mnesim. com. Ath. IX, 403 (v. 46); Pol. 2, 26, 5; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-μύθητος, unsäglich, viel, χρήματα Dem. 4, 34. 21, 17; πλῆϑος Mnesim. com. Ath. IX, 403 (v. 46); Pol. 2, 26, 5; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπαραμύθητος — εὐπαραμύθητος, ον (Α) 1. αυτός που εξιλεώνεται εύκολα («θεοὶ δ εὐπαραμύθητοι εἰσὶ θύμασι καὶ εὐχαῑς», Πλάτ.) 2. αυτός που παρηγοριέται εύκολα 3. αυτός που αποδεικνύεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα μυθητός (< παρα μυθούμαι «προτρέπω,… … Dictionary of Greek