- ὀξύ-νοος
ὀξύ-νοος, zsgzgn ὀξύνους, scharfsinnig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξύ-νοος, zsgzgn ὀξύνους, scharfsinnig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωκύνοος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει ταχεία αντίληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + νόος / νοῦς (πρβλ. ὀξύ νοος)] … Dictionary of Greek
οξύνους — ου ν (ΑΜ ὀξύνους, ουν και οος, οον) αυτός που έχει οξύ νου, οξεία αντίληψη, εύστροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + νοῦς / νόος (πρβλ. κακό νους)] … Dictionary of Greek
στερρόνους — ουν, Α αυτός που έχει σκληρό, δηλαδή αυστηρό νου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. τού στερεός + νους (< νόος, νοῦς), πρβλ. βραδύ νους, οξύ νους] … Dictionary of Greek
χοιρόνους — ουν, και οος, οον, Μ αυτός που έχει συμπεριφορά χοίρου («τὸν κτηνωδέστατον, τὸν ἄντικρυς χοιρόνουν», Κ Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + νους (< νόος / νοῦς), πρβλ. κακό νους, ὀξύ νους] … Dictionary of Greek