- ὀξύ-μολπος
ὀξύ-μολπος, = ὀξυμελής, οἰμώγματα, Aesch. Spt. 1014.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξύ-μολπος, = ὀξυμελής, οἰμώγματα, Aesch. Spt. 1014.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιγύμολπος — λιγύμολπος, ον (Α) αυτός που ψάλλει δυνατά και καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + μολπος (< μολπή «άσμα»), πρβλ. οξύ μολπος] … Dictionary of Greek
οξύμολπος — ὀξύμολπος, ον (Α) αυτός που τραγουδά δυνατά και καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + μολπος (< μέλπω, ομαι «τραγουδώ»), πρβλ. λιγύ μολπος] … Dictionary of Greek