- ὀξύ-μηλον
ὀξύ-μηλον, τό, Sauerapfel, lakon. für κοκκύμηλον, Ath. II, 83 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξύ-μηλον, τό, Sauerapfel, lakon. für κοκκύμηλον, Ath. II, 83 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιτριά — Εσπεριδοειδές φυτό της οικογένειας των ρουτιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο κατάγεται από την Ινδία. Η επιστημονική του ονομασία είναι κίτρο το μηδικό. Ήταν γνωστό στους αρχαίους Έλληνες, όπως αναφέρει ο Θεόφραστος, και ο καρπός του, το κίτρο,… … Dictionary of Greek
οξύμαλον — ὀξύμαλον και ὀξύμηλον, τὸ (Α) φρ. «ὀξύμαλον Περσικόν» (στη Λακωνία) ονομασία τού δαμάσκηνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + μᾱλον / μῆλον] … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek