- ὀξύ-φθογγος
ὀξύ-φθογγος, scharf, hell tönend; μουσικὸν ὄργανον, Ath. XIV, 633 e; κύμβαλα, Ep. ad. 174 (VI, 51).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξύ-φθογγος, scharf, hell tönend; μουσικὸν ὄργανον, Ath. XIV, 633 e; κύμβαλα, Ep. ad. 174 (VI, 51).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηδύφθογγος — ἡδύφθογγος, ον (Α) αυτός που εκφέρει γλυκούς φθόγγους, γλυκύφθογγος, γλυκύφωνος. επίρρ... ἡδυφθόγγως (Μ) με ηδύφθογγο τρόπο, γλυκύφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φθόγγος (< φθόγγος < φθέγγομαι) πρβλ. μελί φθογγος, οξύ φθογγος] … Dictionary of Greek
καλλίφθογγος — η, ο (Α καλλίφθογγος, ον) αυτός που βγάζει ωραίους φθόγγους, αυτός που ηχεί ωραία («τὰς καλλιφθόγγους ᾠδάς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) *+ φθογγος (< φθόγγος), πρβλ. γλυκύ φθογγος, οξύ φθογγος] … Dictionary of Greek
λαθίφθογγος — λαθίφθογγος, ον (Α) (ως επίθ. τού θανάτου) αυτός που κάνει κάποιον άλαλο, που τού αποστερεί τη φωνή («θανάτοιο λαθιφθόγγοιο», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + φθόγγος (πρβλ. οξύ φθογγος)] … Dictionary of Greek
οξύφθογγος — ὀξύφθογγος, ον (Α) αυτός που έχει διαπεραστικό ήχο, οξύφωνος («ὀξύφθογγον εἶναι μουσικὸν ὄργανον τὴν σαμβύκην», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + φθόγγος (πρβλ. καλλί φθογγος)] … Dictionary of Greek