- ὀξύ-φαγρος
ὀξύ-φαγρος, ὁ, eine Art des Meerfisches φάγρος, Opp. Hal. 1, 140.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξύ-φαγρος, ὁ, eine Art des Meerfisches φάγρος, Opp. Hal. 1, 140.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξύφαγρος — ὀξύφαγρος, ὁ (Α) είδος φάγρου, θαλάσσιου ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + φάγρος «είδος ψαριού»] … Dictionary of Greek