- ἀμφ-ήμερος
ἀμφ-ήμερος, dass., Soph. frg. 448.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφ-ήμερος, dass., Soph. frg. 448.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφημερινός — ἀμφημερινὸς και ἀμφήμερος πυρετός, ο (Α) καθημερινός (σε αντίθ. προς τα τριταῖος, τεταρταῖος). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἀμφημερινὸς < ἀμφ(ι) * + ἡμερινὸς < ἡμέρα και ο τ. ἀμφήμερος < ἀμφ(ι) * + ήμερος < ἡμέρα] … Dictionary of Greek