- ἀμφ-ώδων
ἀμφ-ώδων, οντος, ὁ, oben und unten Zähne habend (όδούς), Arist. II. A. 2, 3, 8 (Bekk. 2, 1, p. 501, 11). – Bei Lyc. 1401 der Esel.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφ-ώδων, οντος, ὁ, oben und unten Zähne habend (όδούς), Arist. II. A. 2, 3, 8 (Bekk. 2, 1, p. 501, 11). – Bei Lyc. 1401 der Esel.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προώδων — οντος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός τού οποίου τα δόντια εξέχουν προς τα έξω, ο προόδους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ώδων (< ὀδών / ὀδούς), πρβλ. αμφ ώδων. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
αμφώδων — ἀμφώδων ( οντος), ο, η (Α) αυτός που έχει δόντια και στις δύο σιαγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ὀδών, ιων. τ. αντί ὀδούς, με έκταση τού αρχ. φωνήεντος τής λ. σε ω (ἀμφ ώδων) λόγω τής συνθέσεως] … Dictionary of Greek
λαγώδων — λαγώδων, ον (Μ) αυτός που έχει δόντια τα οποία πετάγονται προς τα έξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + ὀδών, ιων. τ. αντί ὀδούς (πρβλ. αμφ ώδων). Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek