- ἀμφί-κλυστος
ἀμφί-κλυστος, rings umspült, umfluthet, ἀκτή Soph. Tr. 749, πέτρα 777; χοιράδες Lyc. 633.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφί-κλυστος, rings umspült, umfluthet, ἀκτή Soph. Tr. 749, πέτρα 777; χοιράδες Lyc. 633.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίκλυστος — ον, Α αυτός που πλύθηκε ή καθαρίστηκε τρεις φορές από το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κλυστος (< κλύζω «περιβρέχω, κατακλύζω»), πρβλ. ἀμφί κλυστος] … Dictionary of Greek