ἀμφί-γλωσσος

ἀμφί-γλωσσος

ἀμφί-γλωσσος, doppelzüngig, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ετερόγλωσσος — η, ο (Α ἑτερόγλωσσος, ον και αττ. τύπος ἑτερόγλωττος, ον) αυτός που μιλά άλλη γλώσσα, ο ξενόγλωσσος, ο αλλόγλωσσος αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε διαφορετικές γλώσσες. επίρρ... ἑτερογλώσσως σε ξένη γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * +… …   Dictionary of Greek

  • εύγλωσσος — εὔγλωσσος, ον (ΑΜ) βλ. εύγλωττος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. αμφί γλωσσος, ηδύ γλωσσος)] …   Dictionary of Greek

  • αμφίγλωσσος — ἀμφίγλωσσος, ον (Μ) 1. ο ασαφής στην έκφραση, αυτός που μιλάει με ασάφεια, με υπονοούμενα 2. αυτός ο οποίος μιλάει δύο γλώσσες, ο δίγλωσσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + γλωσσος < γλῶσσα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”