ἀμφί-κουρος

ἀμφί-κουρος

ἀμφί-κουρος, ringsum geschoren, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ημίκουρος — ἡμίκουρος, ον (Α) πάπ. κουρεμένος εν μέρει ή κακώς, μισοκουρεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κουρος (< κουρά), πρβλ. αμφί κουρος, νεό κουρος] …   Dictionary of Greek

  • ημιονόκουρος — ἡμιονόκουρος, ὁ (Α) αυτός που κουρεύει τους ημιόνους, που περιποιείται τα μουλάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημίονος + κουρος (< κουρά), πρβλ. ά κουρος, αμφί κουρος] …   Dictionary of Greek

  • μεσόκουρος — μεσόκουρος, ον (Α) αυτός που έχει κουρεμένο το μέσο τού κεφαλιού του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + κουρος (< κουρά), πρβλ. αμφί κουρος, ημί κουρος] …   Dictionary of Greek

  • αμφίκουρος — ἀμφίκουρος, ον (ΑΜ) μσν. ο κομμένος και από τις δύο πλευρές αρχ. (για κορμό δέντρου) αυτός, τού οποίου τα κλαδιά έχουν αποκοπεί ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κουρος < κουρά*] …   Dictionary of Greek

  • Κουρήτες — Μυθολογικοί δαίμονες, οι οποίοι αποτελούσαν την ακολουθία της Ρέας. Κατάγονταν πιθανότατα από την Κρήτη και ήταν θεότητες που προστάτευαν τα ζώα και την αγροτική ζωή. Κατόπιν συνδέθηκαν με τον μύθο που σχετίζεται με τη γέννηση και την ανατροφή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”