- ἀμφί-κορος
ἀμφί-κορος, VLL., der mittelste unter drei Brüdern.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφί-κορος, VLL., der mittelste unter drei Brüdern.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατάκορος — κατάκορος, ον (AM) ο τελείως κορεσμένος αρχ. άμετρος, υπερβολικός («ταῑς κατακόροις γενέσθαι καὶ περιέργοις ἱερουργίαις», Πλούτ.). επίρρ... κατακόρως (AM κατακόρως) υπέρμετρα, υπερβολικά («ὧ κατακόρως χρῶνται οἱ λογογράφοι», Αριστοτ.) μσν. με… … Dictionary of Greek
μεγαλόκορος — μεγαλόκορος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλες κόρες οφθαλμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κόρη* (πρβλ. αμφί κορος)] … Dictionary of Greek