- ἀμφί-κοπος
ἀμφί-κοπος, von beiden Seiten schneidend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφί-κοπος, von beiden Seiten schneidend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφίκοπος — η, ο (Μ ἀμφίκοπος, ον) αυτός που κόβει και από τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κόπος < κόπτω] … Dictionary of Greek