- ἀμφί-τορνος
ἀμφί-τορνος, ringsum abgerundet, ἀσπίς Eur. Tr. 1156.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφί-τορνος, ringsum abgerundet, ἀσπίς Eur. Tr. 1156.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφίτορνος — ἀμφίτορνος, ον (Α) αυτός που έχει επεξεργαστεί καλά με τόρνο παντού, ο στρογγυλεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τόρνος] … Dictionary of Greek