- ἀμφί-ταπος
ἀμφί-ταπος, ὁ, = vor., Ath. V, 197 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφί-ταπος, ὁ, = vor., Ath. V, 197 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφιτάπης — ἀμφιτάπης ( ητος), ο και ἀμφίταπις ( ιδος), η και ἀμφίταπος ( ου), ο (Α) κουβέρτα ή χαλί με πέλος και στις δύο πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τάπης. Ως β συνθετικό η λ. τάπης εμφανίζεται και ως ταπις, ιδος (πρβλ. και ψιλόταπις) και ως ταπος, ου] … Dictionary of Greek