- ἀμφί-παλτος
ἀμφί-παλτος, ringsum geschwungen, αὐδή, rings wiederhallend, Simmi. (XV, 27).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφί-παλτος, ringsum geschwungen, αὐδή, rings wiederhallend, Simmi. (XV, 27).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύπαλτος — ον, Α (για όπλο) αυτός που πάλλεται πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παλτός (< πάλλω), πρβλ. αμφί παλτος] … Dictionary of Greek