- ἀμφί-πεδος
ἀμφί-πεδος, rings mit Feld umgeben, umflurt, Pind. P. 9, 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφί-πεδος, rings mit Feld umgeben, umflurt, Pind. P. 9, 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφίπεδος — ἀμφίπεδος, ον (Α) αυτός που περιβάλλεται από πεδιάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πεδος < πέδον] … Dictionary of Greek