- ἀμφί-πλευρος
ἀμφί-πλευρος ϑυρίς, zweiflügelige Thür, Mathem. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφί-πλευρος ϑυρίς, zweiflügelige Thür, Mathem. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφίπλευρος — η, ο (Α ἀμφίπλευρος, ον) νεοελλ. αυτός που παρουσιάζεται με δύο πλευρές, δύο όψεις αρχ. (για θύρα) αυτή που έχει δύο πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πλευρος < πλευρά] … Dictionary of Greek