- ἀμφ-αλλάξ
ἀμφ-αλλάξ, wechselseitig, Hes. bei Ath. III, 116 e; Strat. 77 (XII, 238).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφ-αλλάξ, wechselseitig, Hes. bei Ath. III, 116 e; Strat. 77 (XII, 238).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παραλλάξ — Α επίρρ. (με τροπ. σημ.) 1. διαδοχικά, εναλλάξ 2. πλευρό με πλευρό, παραπλεύρως 3. φρ. «παραλλὰξ εἰμί» (για δρόμους, αγωγούς, πόρους κ.λπ.) ξεκινώ από αντίθετο σημείο προς ένα άλλο και κατευθύνομαι προς αυτό χωρίς να συναντώμαι μαζί του,… … Dictionary of Greek
αμφαλλάξ — ἀμφαλλάξ επίρρ. (Α) εναλλάξ, εκ περιτροπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + επίρρ. ἀλλὰξ ή απευθείας από το ἀμφαλλάσσω] … Dictionary of Greek