- ὀμφαλο-ειδής
ὀμφαλο-ειδής, ές, nabelförmig, nabelrund, Eust. 1350, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀμφαλο-ειδής, ές, nabelförmig, nabelrund, Eust. 1350, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομφαλοειδής — ές (ΑΜ ὀμφαλοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με ομφαλό κατά το σχήμα, ο στρογγυλός σαν τον ομφαλό, ο ομφαλωτός. επίρρ... ομφαλοειδώς με σχήμα όμοιο με τού ομφαλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφαλός + ειδής*] … Dictionary of Greek