ὀμφαλο-τομία

ὀμφαλο-τομία

ὀμφαλο-τομία, , v. l. für ὀμφαλητομία.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιστοτομία — η η ανατομική εξέταση τών ιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + τομία (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. λιθο τομία, ομφαλο τομία] …   Dictionary of Greek

  • σαλπιγγοτομία — η, Ν ιατρ. η χειρουργική διάνοιξη μιάς ή και τών δύο σαλπίγγων τής μήτρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλπιγγα + τομία (< τομος < τόμος < τέμνω), πρβλ. ομφαλο τομία] …   Dictionary of Greek

  • τραχηλοτομία — η, Ν ιατρ. τομή ή χειρουργική διάνοιξη τού τραχήλου τής μήτρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + τομία (< τομος < τόμος < τέμνω), πρβλ. ομφαλο τομία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”