- ἀμφ-αλείφω
ἀμφ-αλείφω, rings salben, Hom. in tmesi Il. 24, 582.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφ-αλείφω, rings salben, Hom. in tmesi Il. 24, 582.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφαλείφω — ἀμφαλείφω (Α) (μόνο σε τμήση) αλείφω ολόγυρα, παντού, περιαλείφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἀλείφω] … Dictionary of Greek