- ὀμφαλικός
ὀμφαλικός, = ὀμφάλιος, κέντρον, Phanias bei Ath. II, 58 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀμφαλικός, = ὀμφάλιος, κέντρον, Phanias bei Ath. II, 58 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομφαλικός — ή, ό (Α ὀμφαλικός, ή, όν) [ομφαλός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ομφαλό ή σχετίζεται με αυτόν (α. «ομφαλικά αγγεία» β. «ομφαλική θηλή» γ. «ομφαλική χώρα») 2. μτφ. αυτός που βρίσκεται στο κέντρο ενός σώματος ή μιας επιφάνειας αρχ … Dictionary of Greek
ὀμφαλικόν — ὀμφαλικός masc acc sg ὀμφαλικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομφαλός — ο (ΑΜ ὁμφαλός) 1. οπή τής κοιλιάς τού εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια τής οποίας προσφύεται το περίβλημα τού ομφάλιου λώρου 2. το μέσο τού σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῡ μέχρι θεώμενος τὰς… … Dictionary of Greek
παρομφαλικός — ή, ό ανατ. αυτός που βρίσκεται κοντά στον ομφαλό («παρομφαλικά αγγεία» υποπεριτοναϊκά φλεβίδια που εκβάλλουν στην πυλαία φλέβα κοντά στην κάτω επιφάνεια τού ήπατος). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ομφαλικός (< ομφαλός)] … Dictionary of Greek
πεισμάτιο — το / πεισμάτιον, ΝΜΑ [πείσμα, ατος (II)] (υποκορ. τού πεῑσμα II) νεοελλ. σχοινί με το οποίο δένεται η βάρκα από την πλώρη, κν. μπαρούμα αρχ. μσν. ομφαλικός δεσμός … Dictionary of Greek
ομφάλιος — ομφάλιος, α, ο και ομφαλικός, ή, ό αυτός που ανήκει στον αφαλό: Ομφάλιος λώρος. – Ομφαλική χώρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)