- ἀμφι-θάλασσος
ἀμφι-θάλασσος, rings vom Meere umgeben, νομός Pind. Ol. 7, 33; von Korinth, Poll. 9, 17; am Meere, Xen. vect. 1, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-θάλασσος, rings vom Meere umgeben, νομός Pind. Ol. 7, 33; von Korinth, Poll. 9, 17; am Meere, Xen. vect. 1, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek
υπερθάλασσος — ον, Α ὑπερθαλασσίδιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + θάλασσος (< θάλασσα), πρβλ. αμφι θάλασσος] … Dictionary of Greek