- ἀμφι-θάλαμος
ἀμφι-θάλαμος, mit Zimmern auf beiden Seiten.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-θάλαμος, mit Zimmern auf beiden Seiten.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφιθάλαμος — ἀμφιθάλαμος, ο (Α) δωμάτιο τού γυναικωνίτη απέναντι από τον θάλαμο τών ανδρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + θάλαμος] … Dictionary of Greek