ἀμφι-θάλπω

ἀμφι-θάλπω

ἀμφι-θάλπω, ringsum erwärmen, Luc. Tragop. 28.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμφιθάλπω — ἀμφιθάλπω (Α) 1. θερμαίνω κάτι από όλες τις πλευρές 2. περιβάλλω με στοργή, περιποιούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + θάλπω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”