- ἀμφι-χανής
ἀμφι-χανής, ές, rings umgähnend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-χανής, ές, rings umgähnend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφιχανής — ἀμφιχανής, ές (Α) αυτός που χαίνει ολόγυρα που ανοίγεται πλατύς (λέγεται συνήθως για το πέλαγος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χανὴς < χαίνω] … Dictionary of Greek