- ἀμφι-χορεύω
ἀμφι-χορεύω, umtanzen, τί, Philipp. 72 (IX, 83).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-χορεύω, umtanzen, τί, Philipp. 72 (IX, 83).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφιχορεύω — ἀμφιχορεύω (Α) χορεύω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χορεύω] … Dictionary of Greek