- ἀμφι-χαίνω
ἀμφι-χαίνω, umgähnen, ἐμὲ κὴρ ἀμφέχανε, der Tod verschlang mich, Il. 23, 79; vom drohenden Feinde Soph. Ant. 118 u. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφι-χαίνω, umgähnen, ἐμὲ κὴρ ἀμφέχανε, der Tod verschlang mich, Il. 23, 79; vom drohenden Feinde Soph. Ant. 118 u. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφιχανής — ἀμφιχανής, ές (Α) αυτός που χαίνει ολόγυρα που ανοίγεται πλατύς (λέγεται συνήθως για το πέλαγος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χανὴς < χαίνω] … Dictionary of Greek