- ἀμφ-αρίστερος
ἀμφ-αρίστερος, auf beiden Seiten, d. i. ganz links, linkisch, komisches Wort, Ar. frg. bei Galen., entsprechend dem ἀμφιδέξιος, vgl. B. A. 3, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμφ-αρίστερος, auf beiden Seiten, d. i. ganz links, linkisch, komisches Wort, Ar. frg. bei Galen., entsprechend dem ἀμφιδέξιος, vgl. B. A. 3, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμφαρίστερος — ἀμφαρίστερος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που είναι αριστερός και στα δύο χέρια, δηλ. ο ολωσδιόλου αδέξιος και ανεπιτήδειος, ο ανίκανος 2. ο μη αίσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἀριστερός] … Dictionary of Greek