- ἀμ-φασίη
ἀμ-φασίη, ἡ, für ἀφασίη, Sprachlosigkeit, Verstummen, Hom. zweimal, δὴν δέ μιν ἀμφασίη ἐπέων λάβε Iliad. 17, 695 Od. 4, 704, pleonastisch, wie αἰπόλος αἰγῶν u. dgl.; – sp. D. allein, wie P. Sil. 7 (V, 255).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμ-φασίη, ἡ, für ἀφασίη, Sprachlosigkeit, Verstummen, Hom. zweimal, δὴν δέ μιν ἀμφασίη ἐπέων λάβε Iliad. 17, 695 Od. 4, 704, pleonastisch, wie αἰπόλος αἰγῶν u. dgl.; – sp. D. allein, wie P. Sil. 7 (V, 255).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παραιφασίη — ἡ, και ποιητ. τ. παρφασία, Α 1. συμβουλή, παραίνεση 2. ενθάρρυνση, προτροπή 3. παραμυθία, παρηγοριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραί (ποιητ. τ. τού παρά*) + φασία / φασίη (< φατος < φατός < φημί), πρβλ. αμ φασίη] … Dictionary of Greek
αμφασίη — ἀμφασίη, η (Α) επικός τύπος αντί τού αφασία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμ , όπου το μ θεωρείται ως μετρική παρέκταση τού ἀ + φασίη ( ία) < φατος < φατὸς < θ. φᾰ τού φημί] … Dictionary of Greek