- ὀξυ-κώκῡτος
ὀξυ-κώκῡτος, scharf, hell bejammert, beklagt, πάϑος, Soph. Ant. 1300.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξυ-κώκῡτος, scharf, hell bejammert, beklagt, πάϑος, Soph. Ant. 1300.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυκώκυτος — ον, Α ο γεμάτος θρήνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κωκυτός «θρήνος, κλάμα» (πρβλ. οξυ κώκυτος)] … Dictionary of Greek
οξυκώκυτος — ὀξυκώκυτος, ον (Α) αυτός που θρηνήθηκε με γοερές κραυγές («παιδὸς τόδ ᾔσθετ ὀξυκώκυτον πάθος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + κωκυτός «θρήνος»] … Dictionary of Greek