ὀξυ-κίνητος

ὀξυ-κίνητος

ὀξυ-κίνητος, schnell bewegt, sich schnell bewegend, Luc. abdic. 28.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

  • οξυκίνητος — ὀξυκίνητος, ον (Α) 1. αυτός που κινείται με ταχύτητα 2. (κατ επέκτ.) αυτός που αντιλαμβάνεται κάτι γρήγορα, εύστροφος («ὀξυκίνητος διάνοια», Φιλ.) 3. (σχετικά με δοθιήνες) αυτός που εξελίσσεται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + κινητός (< κινῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”