- ὀξυ-γώνιος
ὀξυ-γώνιος, spitzwinkelig; μάχαιρα ὀξεῖα, Arist. topic., 15, öfter; τρίγωνον, Euclid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξυ-γώνιος, spitzwinkelig; μάχαιρα ὀξεῖα, Arist. topic., 15, öfter; τρίγωνον, Euclid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιλογώνιος — κοιλογώνιος, ον (Α) αυτός τού οποίου η κοιλότητα είναι κλειστή σχεδόν σαν γωνία, αυτός που έχει γωνιώδη κοιλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + γώνιος (< γωνία), πρβλ. αμβλυ γώνιος, οξυ γώνιος] … Dictionary of Greek
ορθογώνιος — Ο όρος χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις στα μαθηματικά, όπως: 1) ο. ευθείες: μια ευθεία (ε1) λέμε ότι είναι ο. με άλλη (ε2), εάν και μόνον εάν οι διευθύνσεις τους είναι κάθετες μεταξύ τους (ο όρος ο. χρησιμοποιείται κυρίως για ασύμβατες… … Dictionary of Greek
οξυγώνιος — α, ο (Α ὀξυγώνιος, ον) αυτός που έχει οξεία γωνία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το οξυγώνιο μαθημ. τρίγωνο με όλες τις γωνίες του οξείες αρχ. το ουδ. ως ουσ. σώμα με οξείες γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + γωνία (πρβλ. αμβλυ γώνιος] … Dictionary of Greek