- ὀξυ-κάρηνος
ὀξυ-κάρηνος, spitzköpfig, D. Per. 642.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξυ-κάρηνος, spitzköpfig, D. Per. 642.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξυκάρηνος — ὀξυκάρηνος, ον (Α) οξυκέφαλος, αυτός που έχει οξεία, σουβλερή κεφαλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθο κάρηνος] … Dictionary of Greek