ὀξυ-κέρατος

ὀξυ-κέρατος

ὀξυ-κέρατος, spitzhornig, mit spitzen Hörnern, Schol. Aesch. Prom. 424.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κριοκέρατος — κριοκέρατος, ον (Α) αυτός που έχει κέρατα κριαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + κέρατος (< κέρας), πρβλ. κολοβο κέρατος, οξυ κέρατος] …   Dictionary of Greek

  • ορθοκέρατος — η, ο (Α ὀρθοκέρατος, ον) αυτός που έχει όρθια, στητά κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κέρατος (< κέρας, ατος), πρβλ. οξυ κέρατος] …   Dictionary of Greek

  • οξυκέρατος — ὀξυκέρατος, ον (Α) οξύκερως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + κέρας, ατος (πρβλ. ορθο κέρατος)] …   Dictionary of Greek

  • ρυτό — Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γαλατακίου (39 τ. χλμ.). * * * το / ῥυτόν, ΝΑ (στην αρχαία αγγειοπλαστική) 1. σκεύος πόσης σε σχήμα αναποδογυρισμένου κέρατος που κατέληγε σε οξύ άκρο, στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”