- ὀξυ-κάρδιος
ὀξυ-κάρδιος, = ὀξύϑυμος; Aesch. Spt. 889; Ar. Vesp. 430.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξυ-κάρδιος, = ὀξύϑυμος; Aesch. Spt. 889; Ar. Vesp. 430.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταχυκάρδιος — ον, Μ ο ταχύς στο πνεύμα, στην ψυχή, δηλαδή ορμητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. ὀξυ κάρδιος] … Dictionary of Greek