- ὀξυ-παγής
ὀξυ-παγής, ές, scharf od. spitz zum Einschlagen, στάλικες, Antp. Sid. 17 (VI, 109); κάραβος, stachlig, Opp. H. 1, 261.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξυ-παγής, ές, scharf od. spitz zum Einschlagen, στάλικες, Antp. Sid. 17 (VI, 109); κάραβος, stachlig, Opp. H. 1, 261.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξυπαγής — ὀξυπαγής, ές (Α) 1. αυτός που έχει οξεία αιχμή, μυτερή άκρη, μυτερός 2. ακανθώδης, αγκαθωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πᾱγης (< θ. πᾱγ τού πήγνυμι), πρβλ. ημι παγής] … Dictionary of Greek
ορθοπαγής — ὀρθοπαγής, ές (Α) αυτός που βρίσκεται σε ορθή θέση, που στέκεται όρθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + παγής (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην, τού πήγνυμ), πρβλ. οξυ παγής] … Dictionary of Greek