- ὀξυ-πείνης
ὀξυ-πείνης, ὁ, = ὀξύπεινος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξυ-πείνης, ὁ, = ὀξύπεινος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξυπείνης — ὀξυπείνης, ὁ (ΑΜ) αυτός που αισθάνεται πείνα γρήγορα, που πεινάει κάθε τόσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πείνης (< πείνα), πρβλ. γεω πείνης] … Dictionary of Greek