- ὀξυ-παθής
ὀξυ-παθής, ές, leicht empfindlich, ἐπί τινι, über Etwas, Sp., auch im adv.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξυ-παθής, ές, leicht empfindlich, ἐπί τινι, über Etwas, Sp., auch im adv.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξυπαθής — ὀξυπαθής, ές (Α) ο περιπαθής. επίρρ... ὀξυπαθῶς (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «λίαν περιπαθῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + παθής (< θ. παθ , πρβλ. ἔ παθ ον, αόρ. β τού πάσχω), πρβλ. ομοιο παθής] … Dictionary of Greek