- ἀ-βρώς
ἀ-βρώς, ῶτος, P. Hil. 66 (IX, 764), τέχνη ἀνέρα ἀβρῶτα φυλάσσει, schützt den Mann, daß er nicht von Mücken (verzehrt) geplagt wird.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-βρώς, ῶτος, P. Hil. 66 (IX, 764), τέχνη ἀνέρα ἀβρῶτα φυλάσσει, schützt den Mann, daß er nicht von Mücken (verzehrt) geplagt wird.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρατοβρώς — κρατοβρώς, ῶτος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που κατατρώγει την κεφαλή ή τον εγκέφαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράς, κρατός (ὁ/ἡ) «κεφάλι» + βρως (< βιβρώσκω, «τρώγω»), πρβλ. αλι βρώς, σαρκο βρώς] … Dictionary of Greek
νεοβρώς — νεοβρώς, ὁ και ἡ (Α) αυτός που έχει φάγει πριν από λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + βρώς (< βιβρώσκω), πρβλ. ημι βρώς, ωμο βρώς] … Dictionary of Greek
σαρκοβρώς — ῶτος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που τρώει σάρκες, σαρκοβόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. ανδρο βρώς, παιδο βρώς] … Dictionary of Greek
βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… … Dictionary of Greek
οινοβρώς — οἰνοβρώς ῶτος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που τρώγεται με κρασί ή που έχει γεύση κρασιού 2. διαποτισμένος με κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + βρώς (< βι βρώσκω «τρώω»), πρβλ. τριχο βρώς] … Dictionary of Greek
παιδοβρώς — παιδοβρώς, ῶτος, ό ἡ (Μ) (για τον Κρόνο) αυτός που καταβροχθίζει παιδιά («τὸν παιδοβρῶτα πατέρα Κρόνον», Ευστάθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. ανδρο βρώς] … Dictionary of Greek
σιδηροβρώς — ῶτος, ὁ, ἡ, θηλ. και σιδηροβρῶτις, ώτιδος, Α 1. αυτός που κατατρώγει τον σίδηρο 2. αυτός που ακονίζει τον σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. παιδο βρώς] … Dictionary of Greek
τριχόβρως — ωτος, ο, η, ΝΑ, και τριχοβρώς, ῶτος, Α αυτός που τρώει τις τρίχες νεοελλ. ιατρ. μεταδοτική πάθηση τού τριχωτού τής κεφαλής μικρών παιδιών οφειλόμενη σε παρασιτικό μύκητα αρχ. (κυρίως στον πληθ.) oἱ τριχόβρωτες και τριχοβρῶτες οι σκόροι. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
φιλόβρως — ωτος, ὁ, Α αδηφάγος, φαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. ὠμο βρώς] … Dictionary of Greek
χειροβρώς — ῶτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που τραυματίζει τα χέρια («χειροβρῶτι δεσμῷ», Στησίχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. σαρκο βρώς] … Dictionary of Greek
ωμοβρώς — ῶτος, ὁ, ἡ, Α 1. ωμοβόρος 2. ὠμόβρωτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. σαρκο βρώς] … Dictionary of Greek