- ἀ-βρῑθής
ἀ-βρῑθής, ές, nicht schwer, βάρος Eur. Suppl. 1125.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-βρῑθής, ές, nicht schwer, βάρος Eur. Suppl. 1125.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευβριθής — εὐβριθής, ές (Α) αυτός που έχει καλά νήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βριθής (< βρίθος), πρβλ. α βριθής, σιδηρο βριθής] … Dictionary of Greek
καρποβριθής — καρποβριθής, ές (Μ) φορτωμένος καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + βριθής (< βρίθω), «γεμίζω» πρβλ. πυρι βριθής στερνο βριθής] … Dictionary of Greek
καταβριθής — καταβριθής, ές (Α) 1. φορτωμένος, πιεζόμενος 2. φορτικός, ενοχλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βριθής (< βρίθος «βάρος»), πρβλ. εμ βριθής, υπερ βριθής] … Dictionary of Greek
κεντροβριθής — κεντροβριθής, ές (Μ) αυτός που πιέζεται από κάποιο βάρος προς το κέντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρο + βριθής (< βρῖθος), πρβλ. πυρι βριθής, σαυρο βριθής] … Dictionary of Greek
κονιορτοβριθής — ές γεμάτος κονιορτό, κατασκονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονιορτός + βριθής (< βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. βιβλιο βριθής, κοσμο βριθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κοσμοβριθής — ές γεμάτος κόσμο, γεμάτος ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + βριθής (< βρίθω), πρβλ. ανθρωπο βριθής, βιβλιο βριθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Έλληνα (Βλ. Γαβριηλίδη), στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
λιποβριθής — ές γεμάτος λίπη, λιπαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίπος + βριθής (< βρίθω «φουσκώνω, γεμίζω»), πρβλ. σιδηρο βριθής, υπερ βριθής] … Dictionary of Greek
πυριβριθής — ές, Α αυτός που βρίθει, που είναι γεμάτος από φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + βριθής (< βρῖθος < βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. σιδηρο βριθής, χθονο βριθής] … Dictionary of Greek
χαριτοβριθής — ές, Ν χαριτόβρυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + βριθής (< βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. κοσμο βριθής, σιδηρο βριθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ραμπαγάς] … Dictionary of Greek
μικροβιοβριθής — ές αυτός που περιέχει πολλά μικρόβια, που είναι γεμάτος μικρόβια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρόβιο + βριθής (< βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. πυρι βριθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
οπισθοβριθής — ὀπισθοβριθής, ές (Α) φορτωμένος, βαρύς στο πίσω μέρος («ὀπισθοβριθἐς ἔγχος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + βριθής (< βρῖθος «βάρος»), πρβλ. σιδηρο βριθής] … Dictionary of Greek