ὀβρίκαλα

ὀβρίκαλα

ὀβρίκαλα, τά, = Vorigem, φιλομάστοις ϑηρῶν ὀβρικάλοισιν, Aesch. Ag. 141. – Bei Poll. 5, 15 auch ὀβρίκια.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οβρίκαλα — ὀβρίκαλα και ποιητ. τ. ὄβρια, τὰ (Α) νεογνά ζώων, ιδίως άγριων («λεόντων πάντων τ ἀγρονόμων φιλομάστοις θηρῶν ὀβρικάλοισι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. οβρίκαλα μαρτυρείται στον Αισχύλο στη δοτ. τού πληθ. ὀβρικάλοισι (και ὀβρίχοισι) …   Dictionary of Greek

  • ὀβρίκαλα — ὄβρια neut nom/voc/acc pl ὀβρίκαλα the young neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολοβρός — μολοβρός, ὁ (Α) 1. (για επαίτη) αυτός που σπεύδει προς τη βορά, ακόρεστος στην τροφή, γαστρίμαργος, λαίμαργος 2. ως επίθ. μολοβρός, ή, όν αυτός που μόλις αυξάνεται, χαμηλός, ταπεινός («μολοβρὴ ῥίζα» ή «μολοβρὴ κεφαλή» η ρίζα, ή κεφαλή φυτού που… …   Dictionary of Greek

  • όβρια — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νότια της Πάτρας, κοντά στα παράλια του Πατραϊκού κόλπου. * * * ὄβρια, τὰ (Α) βλ. οβρίκαλα …   Dictionary of Greek

  • όμβρος — (I) ο (ΑΜ ὄμβρος) βροχή, ιδίως ραγδαία, νεροποντή («ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς την γην», Παπαδ.) μσν. (για υγρό) ροή αρχ. 1. θύελλα και τρικυμία, τυφώνας 2. το νερό ως στοιχείο («μήτε γῆ μήτ ὄμβρος ἱερός, μήτε φῶς», Σοφ.) 3. ροή άφθονου …   Dictionary of Greek

  • ὀβρικάλοις — ὄβρια neut dat pl ὀβρίκαλα the young neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβρικάλοισι — ὄβρια neut dat pl (epic ionic aeolic) ὀβρίκαλα the young neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”