ὀψ-ώνιον

ὀψ-ώνιον

ὀψ-ώνιον, τό, = ὀψωνία, u. das Eingekaufte selbst. – Später übh. Kost, Proviant, Sold für ein Heer, wie ὀψωνιασμός, Pol. 6, 39, 12; im plur., 1, 67, 1; N. T.; aber vgl. Lob. Phryn. 420.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὤνιον — ὤνιος to be bought masc acc sg ὤνιος to be bought neut nom/voc/acc sg ὤνιος to be bought masc/fem acc sg ὤνιος to be bought neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θητώνιον — θητώνιον, τὸ (Α) μισθός, πληρωμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θής, γεν. θητ ός + ωνιον (< ώνιος «που μπορεί να αγοραστεί» < ωνούμαι «αγοράζω»), πρβλ. επ ώνιον, oψ ώνιον] …   Dictionary of Greek

  • πλαταγώνιον — τὸ, Α 1. το πλατύ φύλλο τής παπαρούνας ή τής ανεμώνης 2. είδος παιχνιδιού κατά το οποίο οι ερωτευμένοι, αφού έκλειναν το αριστερό τους χέρι και τοποθετούσαν ανάμεσα στον αντίχειρα και στον δείκτη πέταλο παπαρούνας ή ανεμώνας τό χτυπούσαν ξαφνικά… …   Dictionary of Greek

  • ώνιο — το / ὤνιος, ία, ον, ΝΜΑ, και τ. ουδ. πληθ. τὰ ὤνεια Μ, θηλ. και ος Α [ὠνή] (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ώνια τα εμπορεύματα, κυρίως τρόφιμα, που πωλούνται στην αγορά, ψώνια αρχ. 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να αγοράσει, αγοραστός 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • Ποσειδαώνιον — Ποσειδᾱώνιον , Ποσειδώνιος sacred to Poseidon masc acc sg Ποσειδᾱώνιον , Ποσειδώνιος sacred to Poseidon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ASINORUM Caro — saltem in fame, pro cibo fuisle legitur, 2. Regum c. 6. v. 25. ubi in Samaria a Syris obsesla, narratur asini caput siclis 80. venisse. Sic Artaxerxes apud Cadusios in summa fame, sola iumenta concidebat, cum nihil aliud suppeteret, ὥςτε ὄνου… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CHARITONIA — hoc est, inquiunt, nihil non festivitatis, et gratiae habens venale: ὤνιον enim venale signisicat. Sed profecto hoc ineptum et putidum est, et a Grammaricis confictum, quibus corrupta lectio imposuit. Ita enim scripsit Lucretius, l. 4. v. 115. ut …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δαμασόνιο — το (Α δαμασόνιον και δαμασώνιον) νεοελλ. γένος αλισματοειδών φυτών αρχ. 1. το φυτό άλισμα 2. το φυτό άλιμος 3. διουρητικό φάρμακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαμάζω. Ο συνηθέστερος στην Αρχαία τ. δαμασώνιον σχηματίστηκε αναλογικά προς τις ονομασίες φυτών σε… …   Dictionary of Greek

  • ημιφωσώνιον — ἡμιφωσώνιον, τὸ (Α) είδος λινού φορέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φωσ(σ)ώνιον (< φώσσων «λινό ρούχο»)] …   Dictionary of Greek

  • φωνητικός — ή, ό / φωνητικός, ή, όν, ΝΜΑ [φωνῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνή ή αυτός που συντελείται με τη φωνή (α. «φωνητική μουσική» μουσική που εκτελείται χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων β. «φωνητικὸν μέρος τῆς ψυχῆς», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (για …   Dictionary of Greek

  • polemoniaceous — adjective of or pertaining to or characteristic of plants of the family Polemoniaceae • Pertains to noun: ↑family Polemoniaceae • Derivationally related forms: ↑Polemoniaceae * * * adjective see polemoniaceae * * * /pol euh moh nee ay sheuhs/,… …   Useful english dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”