- ὀψών
ὀψών, ῶνος, ὁ, Korb, Zukost od. Fische darin zu tragen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀψών, ῶνος, ὁ, Korb, Zukost od. Fische darin zu tragen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οψών — ὀψών, ῶνος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) καλάθι για την τοποθέτηση όψων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή» + επίθημα ών (πρβλ. κοιτ ών)] … Dictionary of Greek
ὄψων — ὄψον cooked neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ANGUILLA — Hebr. Gap desc: Hebrew, pinnas habet, squamis tamen caret, unde immunda olim ex lege, Levitic. c. 11. v. 9, 10. Vide Bechart. Hieroz. Part. prior. l. 1. c. 6. Non aliorum piscium, quam Anguillarum, et quidem fluviatilium, non lacustrium, in L.… … Hofmann J. Lexicon universale
Instinctotherapie — (syn. Rohkosttherapie, Anopsologie [ griechisch αν (an ) nicht, ὄψων (opson) zubereitete Speise], Instincto Rohkost, instinktive Rohkost, instinktive Ernährung, Instinktessen, Instinktotherapie, alliästhetische Ernährung) ist eine 1964 von… … Deutsch Wikipedia
ABOMINATIO — Aegyptiorum, Exodi c. 8. v. 26, Non convenit ita facere, quia abominationem Aegyptiorum sacrificaremus Domina Deo nosiro etc. Et si sacrisicaremus abominationem Aegaptiorum antc eorum oculos, nonne lapidarent nos? Denotat capras, boves et oves,… … Hofmann J. Lexicon universale
ευοψία — (I) εὐοψία, ἡ (Α) [εύοψος] αφθονία όψων, εδεσμάτων, φαγητών, ιδίως ψαριών (στον Πλούτ., χοιρινού κρέατος). (II) εὐοψία, ἡ (Α) [εύοπτος Ι] (κατά το λεξ. Σούδα) καλή όψη, ευπροσωπία … Dictionary of Greek
κιχλισμός — κιχλισμός, ὁ (Α) [κιχλίζω] ηχηρό και σαρκαστικό γέλιο, καγχασμός («ἡδονῶν θ ὅσων μέλλεις ἀποστερεῖσθαι, παίδων, γυναικῶν, κοττάβων, ὄψων, πότων, κιχλισμῶν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
οψοδεία — ὀψοδεία ή ὀψοδεΐα, ἡ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ ἔνδεια τῶν ὄψων». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + δεια (< δεής < δέομαι), πρβλ. σιτο δεία] … Dictionary of Greek
οψοποιείον — ὀψοποιεῑον, τὸ (Α) [οψοποιός] φούρνος για το ψήσιμο όψων … Dictionary of Greek
οψοπωλία — ὀψοπωλία, ἡ (Α) [οψοπώλης] η πώληση όψων και ιδίως ψαριών … Dictionary of Greek
οψωνητικός — ὀψωνητικός, ή, όν (Α) [οψωνητής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά όψων, ιδίως ψαριών … Dictionary of Greek