- ὀψ-ώνης
ὀψ-ώνης, ὁ, Zukost, bes. Fische tausend, = ὀψωνάτωρ, Ar. bei Ath. IV, 171 a u. Sp., vgl. Phryn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀψ-ώνης, ὁ, Zukost, bes. Fische tausend, = ὀψωνάτωρ, Ar. bei Ath. IV, 171 a u. Sp., vgl. Phryn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠνῆς — ὠνή buying fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωνούμαι — έομαι, ΜΑ, και κρητ. τ. μτχ. ενεστ. ὠνώμενος, ένη, ον, Α 1. αγοράζω 2. διαπραγματεύομαι κάτι, παζαρεύω 2. (ειδικότερα) α) (με δοτ. προσ.) αγοράζω κάτι από κάποιον β) (με γεν. και σπάν. με δοτ. τής τιμής) αγοράζω κάτι αντί ενός χρηματικού ποσού 3 … Dictionary of Greek
θεατρώνης — ο (Α θεατρώνης) νεοελλ. θεατρικός επιχειρηματίας που διατηρεί θίασο ηθοποιών με έξοδά του, εργολάβος θεάτρου αρχ. (στην αρχ. Αθήνα), ο πολίτης που εισέπραττε από τους θεατές ως δικαίωμα εισόδου το «θεωρικόν»* και σε αντάλλαγμα πλήρωνε ενοίκιο… … Dictionary of Greek
θαμώνας — ο 1. αυτός που συχνάζει, που επισκέπτεται συχνά έναν τόπο («θαμώνας καφενείου») 2. πελάτης καταστήματος («θαμώνας παντοπωλείου»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λόγια λέξη η οποία πλάστηκε αρχικά (1846) με τον τ. θαμώνης από τον Ιω. Ισ. Σκυλίτση, για να… … Dictionary of Greek
ισχαδώνης — ἰσχαδώνης, ὁ (Α) αυτός που αγοράζει ξηρά σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, άδος + ώνης (< ώνοῡμαι «αγοράζω»), πρβλ. καρπ ώνης, οπωρ ώνης] … Dictionary of Greek
καρπώνης — καρπώνης, ὁ (Α) ο αγοραστής καρπών, ο έμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. θεατρ ώνης, τελ ώνης] … Dictionary of Greek
κοπρώνης — κοπρώνης, ὁ (Α) 1. αυτός που νοίκιαζε και εκμεταλλευόταν την κόπρο 2. αυτός που καθάριζε τους δρόμους από τις ακαθαρσίες, οδοκαθαριστής («ὁ κοπρώνης ἀλγεῑ καὶ ὀδυνᾱται ὅτι μὴ ἀπήλλακται τοῡ ταλαιπώρου καὶ ἐπονειδίστου εἶναι δοκοῡντος… … Dictionary of Greek
κτηματώνης — κτηματώνης, ὁ (Α) επιγρ. επίτροπος ναού που αγοράζει κτήματα υπέρ τού ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + κατάλ. ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. θεατρ ώνης, τελ ώνης] … Dictionary of Greek
νομώνης — νομώνης, βοιωτ. τ. νομώνας, ὁ (Α) υπάλληλος που ενοικίαζε δημόσιους τόπους για βοσκή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομός / νομή + ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. θεατρ ώνης, τελ ώνης] … Dictionary of Greek
οινώνης — οἰνώνης, ὁ (Α) (κατά τον Φώτ.) «ἔμπορος οἴνου». [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. καρπ ώνης, τελ ώνης] … Dictionary of Greek
οπωρώνης — ὀπωρώνης, ὁ (Α) 1. αγοραστής και πωλητής φρούτων («σῡκα καὶ βότρυς καὶ ἐλαίας συλλέγων ὥσπερ ὀπωρώνης ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων», Δημοσθ.) 2. μτφ. αυτός που δρέπει τις απολαύσεις τού σώματος («δίδου τοῑς σοῑς ὀπωρώναις τὴν ὥραν τρυγᾱν μετ ὀλίγον… … Dictionary of Greek