- ὀψί-σπορος
ὀψί-σπορος, spät gesäet, erzeugt, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀψί-σπορος, spät gesäet, erzeugt, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οψίσπορος — ὀψίσπορος, ον (Α) αυτός που σπάρθηκε αργά ή αυτός που πρέπει να σπέρνεται αργά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + σπορος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. πρωί σπορος] … Dictionary of Greek