- ὀψί-πλουτος
ὀψί-πλουτος, spät reich geworden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀψί-πλουτος, spät reich geworden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οψίπλουτος — η, ο (Μ ὀψίπλουτος, ον) αυτός που πλούτησε αργά, καθυστερημένα νεόπλουτος νεοελλ. (κατ επέκτ.) (με επιτιμητική σημ.) αυτός που περηφανεύεται για τα πλούτη του, αλαζόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + πλούτος] … Dictionary of Greek